αργατιά

αργατιά
η
1. ομάδα εργατών που ασχολείται με κάποιο αγροτικό έργο: Είχε αργατιά για να μαζέψει τις ελιές του.
2. το σύνολο των εργατών, η εργατική τάξη: Στις εκλογικές του περιοδείες προσπαθούσε να κερδίσει την αργατιά και την αγροτιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργατιά — η 1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο 2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο 3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά 4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών …   Dictionary of Greek

  • αργαστήρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 35 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Σελίνου. * * * αργάτης, αργατιά κ.λπ. βλ. εργαστήρι, εργάτης κ.λπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”